- Πλατωνικῶς
- Πλατωνικόςbroad-shoulderedadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατωνικός — ή, ό / πλατωνικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πλάτων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα («πλατωνικοί διάλογοι») 2. (για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη φιλοσοφία τού Πλάτωνος («πλατωνικός φιλόσοφος») νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek